Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

θα κλείσω τα μάτια και θα πέσω.
θα χάσω την ισορροπία μου και θα πέσω.
έπεσα.
σηκώθηκα.
θα τα ανοίξω πάλι και θα τα κλείσω πάλι.
θα πέσω πάλι.
θα μείνω κάτω.
για λίγο.
κι ύστερα για πολύ.
κι ίσως για περισσότερο.
και μετά για πάντα.
και ξανά απο την αρχή.
θα κλείσω τα μάτια και θα πέσω.

Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

μια λέξη.

γέμισε ένα ποτήρι και του έδωσε να πιεί. εκείνος χλώμιασε στην ιδέα. δεν ήθελε τίποτα δικό της. 
μη φοβάσαι του είπε. το ξέπλυνα απο κάθε συναίσθημα. 
γύρισε και κοίταξε τη θέση του φεγγαριού. ήθελε ώρα πολλή για να ξημερώσει. μισόκλεισε τα μάτια του λες και ήθελε να εξαφανιστεί, να διακτινιστεί απο εκείνο το μέρος να βρεθεί στο σπίτι του στο κρεββάτι του στην ασφάλεια που θα του χάριζε η απόσταση απο εκείνη. τα γόνατα του έτρεμαν η ανάσα του κοβόταν σαν να προσπαθούσε να προλάβει κάτι. έπρεπε να φύγει απο εκεί το συντομότερο. κάθε στιγμή που περνούσε έμοιαζε όλο και πιο ανυπόφορη όλο και πιο φριχτή. έπρεπε να βρεί έναν τρόπο να φύγει και να μη ξαναγυρίσει ποτέ εκεί.
μπορώ να φύγω εγώ, απάντησε εκείνη σαν να διάβαζε τη σκέψη του. 
θέλεις; 
τότε κάτι σαν απότομος ήχος ξεπετάχτηκε απο το στόμα του. μια μικρή και απόλυτη σχεδόν κοφτερή λέξη.
όχι.

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

τίτλος τέλους


 σαν σαπουνόφουσκες έφευγαν οι λέξεις της απο τα χείλη της. 
Εκείνος ήθελε να τις σκάσει να μην αγγίξουν ποτέ το πάτωμα. 
μα αυτές ξεπετάγονταν με τον ενθουσιασμό ενός παιδιού που ανακαλύπτει ένα καινούργιο παιγνίδι. θα μπορούσε να σταματήσει ακόμη και το χρόνο για να μην ακούσει τι είχε να του πει. κλείσε τα αυτιά σου έλεγε στον εαυτό του. ίσως αν τα κλείσεις για ώρα πολλή, θα το μετανιώσει και θα τα πάρει πίσω. αν ακούσει και η ίδια πόσο φριχτές ακούγονται οι λέξεις της, θα τις καταπιεί. 
μα Εκείνη συνέχιζε και ξεστόμιζε λέξεις, γράμματα, φωτογραφίες, καλοκαιρινές βόλτες, ζεστές αγκαλιές, υγρά φιλιά, χάδια πρωινά, αγγίγματα βραδινά, βλέμματα, φωνές, ψίθυρους, διακοπές, φίλους, δώρα, εξομολογήσεις, κομμάτια απο αυτόν, κομμάτια απο εκείνην, μέρες απο τη ζωή τους, νύχτες απο τον έρωτα τους...
τώρα τα ξερνούσε όλα σαν να ξελάφρωνε απο χρόνια..
μέχρι που τον ξέρασε ολόκληρο στο πάτωμα.
ανήμπορο.
να στέκεται μέσα στο αίμα.

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

τίτλοι τέλους

πάτησε τις πλάκες του πεζοδρομίου σαν να πατούσε το μαλακό χώμα. βούλιαζε. 
το φως έπιανε όλη της τη σκέψη και την έκανε δεσμίδες, όχι τακτοποιημένες αλλά ακατάστατες. κάτι ψιθύριζαν οι ακτίνες μα ήξερε πως βιαζόταν να τρέξει κοντά του. 
κάθε τόσο έφερνε το χέρι της και έσμπρωχνε τα μαλλιά της προς τα πίσω. έπρεπε να τα δέσει. εμοιαζαν σαν ένα σωρό χορεύτριες με διαφορετικό ρυθμό που την καθυστερούσαν. 
την ενοχλούσε ακόμη και ο αέρας που της πήγαινε κόντρα.
γιατί; ακόμη και το δευτερόλεπτο της φαινόταν σαν βαρύς χειμώνας. 
κοίταξε βιαστικά το φόρεμα της. ήθελε να είναι μακρύ, ήθελε να κάλυπτε όλα τα γυμνά σημεία να τύλιγε με ύφασμα μέχρι πάνω τον λαιμό της. γιατί διάλεξε αυτό, ενώ ήξερε πως δεν του αρέσει;  
 και οι περαστικοί την ενοχλούσαν. ήθελε να είναι δέντρα. και οι πολυκατοικίες λόφοι. απο σκούρο πράσινο. έτρεξε για να τους προσπεράσει. τους προσπέρασε. γιατί την εμπόδιζαν. 
μπροστά της ο δρόμος στραφτάλιζε σαν μικρές ατσάλινες ασπίδες που έκαναν τα βήματα της να ματώνουν. 
όμως ήταν λίγα μέτρα μόνο μακριά του. γέμισε αέρα ανάμεσα στα ρούχα της η σκέψη πως θα τον αντίκρυζε. μα το κεφάλι της έγερνε προς τα πίσω. όχι προς τα μπροστα.
με μια γρήγορη κίνηση δίπλωσε τις βλεφαρίδες της για να κάνει τα μάτια της πιο όμορφα. δάγκωσε τα χείλη της για μια ακόμη φορά να γίνουν πιο κόκκινα. σταμάτησε πίσω απο τη κλειστή πόρτα. 
κι ύστερα θυμήθηκε.
κι έφυγε.